3 minute read

H Ευρώπη και η Πράσινη Ανάπτυξη: Πού βρισκόμαστε;

 

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει πολλές νέες πολιτικές που θα μπορούσε να λεχθεί ότι εντάσσονται στο πλαίσιο της φιλικής προς το περιβάλλον Πράσινης Ανάπτυξης.

Από την Πράσινη Συμφωνία έως το πακέτο μέτρων “Fit for 55” για τη μείωση της εκπομπής ρύπων, η Ευρωπαϊκή Ένωση φιλοδοξούσε και φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στην παγκόσμια μάχη για το κλίμα και στην αναστροφή του φαινομένου της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας. Κύριος στόχος της παραμένει να είναι η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050. Όμως, όσο και αν αυτή η φιλοδοξία αναδεικνύει τις ευαισθησίες της Ευρώπης, είναι κοινή διαπίστωση ότι το χάσμα ανάμεσα στις εξαγγελίες και στην πραγματικότητα παραμένει βαθύ.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν τις πρώτες εξαγγελίες, η κρίση και οι γεωπολιτικές αλλαγές που προκλήθηκαν από συγκρούσεις όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αποκάλυψαν αλήθειες που πολλοί προτιμούσαν να αγνοούν. Η Ευρώπη δεν ήταν πρακτικά έτοιμη για γρήγορη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένες δράσεις όπως το σχέδιο REPowerEU με χρηματοδότηση μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας επιτάχυναν τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές, αλλά δεν απέτρεψαν την εκτόξευση του κόστους και των λογαριασμών ενέργειας. Παράλληλα, ως παράπλευρη απώλεια, οι κοινωνικές ανισότητες βάθυναν και βεβαίως αρκετά κράτη μέλη εγκατέλειψαν τις πράσινες φιλοδοξίες προσωρινά και ξαναγύρισαν στον ρυπογόνο άνθρακα. Αυτό δεν είναι απλώς μια αντίφαση αλλά η απόδειξη ότι η «πράσινη μετάβαση» απαιτεί χρόνο και προσπάθεια και δεν μπορεί να είναι ούτε στιγμιαία ούτε ανώδυνη.

Τα τεράστια χρηματοδοτικά εργαλεία της Ένωσης όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και τα ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης σίγουρα στηρίζουν χωρίς όμως να επιλύουν ριζικά το πρόβλημα, αφού οι επιχειρήσεις, οι πολίτες, οι καταναλωτές και τα νοικοκυριά συνεχίζουν να βλέπουν τον προϋπολογισμό τους να πιέζεται.

Η περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική. Αν και διαθέτουμε υψηλό ηλιακό δυναμικό, παραμένουμε ένα κράτος μέλος από τα πιο εξαρτημένα από τα ορυκτά καύσιμα στην Ευρώπη και με το κόστος του ηλεκτρισμού να είναι από τα υψηλότερα. Η διείσδυση των ΑΠΕ βελτιώνεται σιγά σιγά, αλλά με αργούς ρυθμούς, ενώ η απουσία διασυνδέσεων με άλλα δίκτυα καθιστά την ενεργειακή μετάβαση πιο δύσκολη και δαπανηρή. Η Κύπρος βρίσκεται έτσι αντιμέτωπη με το εξής παράδοξο: Ενώ θα μπορούσε να είναι πρώτη στην αξιοποίηση του ήλιου, παραμένει ουραγός λόγω θεσμικών καθυστερήσεων και τεχνικών αδυναμιών.

Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη αδυναμία της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να είναι παγκόσμιος ηγέτης στην πράσινη μετάβαση και θέλει να δείξει ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συνυπάρξει με την περιβαλλοντική προστασία. Πρέπει όμως πρώτιστα να καταφέρει να πείσει τους ίδιους της τους πολίτες ότι η μετάβαση αυτή είναι δίκαιη, να μειώσει τις αντιδράσεις και να εμπλέξει τον καθένα στην προσπάθεια αυτή.

Το επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό και θα δείξει αν η Ευρώπη θα μπορέσει να αναγάγει την πράσινη ανάπτυξη σε πραγματικότητα ή αν θα περιοριστεί σε ευχολόγια. Η πράσινη μετάβαση δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη. Όσον αφορά δε την Κύπρο, αν συνεχίσει να μένει πίσω στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων της σε ΑΠΕ, το τίμημα θα είναι ακόμη βαρύτερο αφού θα ακολουθήσει μεγαλύτερη ενεργειακή ανασφάλεια, κοινωνική πίεση και χαμένες ευκαιρίες ανάπτυξης. Το μέλλον της πράσινης ανάπτυξης θα κριθεί, τελικά, όχι στις Βρυξέλλες, αλλά στις μικρές χώρες και στις τοπικές κοινωνίες που καλούνται να το υλοποιήσουν.

Δρ Τασούλα Κυπριανίδου-Λεοντίδου

Χημικός μηχανικός

 

This article is from: